Ο ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΑΡΑΠΟΣΤΑΘΗ Α΄1
Πίνακας περιεχομένων
|
Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ανάμεσα στην
Αθηναϊκή και την Πελοποννησιακή συμμαχία, υπό την ηγεμονία της Σπάρτης,
διήρκεσε, με μερικές ανακωχές, από το 431 π.Χ. έως το 404 π.Χ. και έληξε με
ήττα των Αθηναίων, δίνοντας τέλος στον πολιτισμικό "χρυσό αιώνα".
Όταν τελικά η Σπάρτη κατάφερε να επικρατήσει, βρέθηκε αρκετά αποδυναμωμένη και
η ίδια, στην ηγεσία πόλεων φτωχών ή και αποδεκατισμένων από τον πόλεμο, οι
οποίες δεν έπαυαν εντούτοις να έχουν φιλοδοξίες, διαφορετικές οικονομίες αλλά
και διάφορη πολιτική τοποθέτηση στον τρόπο διακυβέρνησής τους.
"Ήταν η ολοένα αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας
που προκάλεσε φόβο στη Σπάρτη και κατέστησε τη σύρραξη ανάμεσα στις δύο πόλεις
αναπότρεπτη", αναφέρει ο Θουκυδίδης ως καταλυτικό αίτιο στην κήρυξη του
πολέμου[1] Αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους όλη η Ελλάδα ενεπλάκη
σε αυτό τον καταστροφικό πόλεμο, θεωρούνται ότι ήταν οι εξής:
Αφορμή του πολέμου στάθηκε ουσιαστικά η απόφαση
της Αθήνας να διευρύνει ακόμα περισσότερο το εμπόριο αλλά και τις πολιτικές της
σχέσεις με την Μεγάλη Ελλάδα, δηλαδή τις πόλεις της Κάτω Ιταλίας και της
Σικελίας. Συγκεκριμένα, εκείνη που εξυπηρετούσε αυτό τον εμπορικό και πολιτικό
στόχο ήταν η Κέρκυρα, παρότι είχε αριστοκρατικό πολίτευμα, ενώ εκείνη που τον
υπέσκαπτε ήταν κυρίως η Κόρινθος, επίσης αριστοκρατική, αλλά πολύ πιο
απειλητική εμπορικά από την πρώτη. Οι Αθηναίοι ήθελαν με κάθε τρόπο να
επεκταθούν δυτικά και η αφορμή για να μετριάσουν την επιρροή της Κορίνθου ήρθε
όταν κηρύχτηκε πόλεμος μεταξύ Κορίνθου και Κέρκυρας.
Η Κέρκυρα, παρότι αποικία της Κορίνθου, ήταν πια
απολύτως ανεξάρτητη από αυτήν, διέθετε δικό της υπολογίσιμο στόλο και ακμαίο
εμπόριο. Οι σχέσεις της με την Κόρινθο δεν ήταν ιδιαίτερα καλές λόγω του
εμπορικού ανταγωνισμού τους και όταν το 433 π.Χ. τέθηκε ζήτημα με την Επίδαμνο
-άλλη ανταγωνίστρια πόλη στο εμπόριο του Ιονίου- η Κέρκυρα δεν δίστασε να έρθει
σε ανοιχτή ρήξη με την Κόρινθο. Διαβλέποντας όμως ότι υπήρχε κίνδυνος να
ηττηθεί, ζήτησε τη βοήθεια του αθηναϊκού στόλου. Κορίνθιοι πρέσβεις ζήτησαν
τότε επισήμως από τους Αθηναίους να μην παρέμβουν υπέρ της Κερκύρας, γιατί κάτι
τέτοιο θα συνιστούσε παραβίαση των όρων της 30ετούς ειρήνης που είχε υπογραφεί
το 445 π.Χ. Οι Αθηναίοι θεώρησαν ότι δεν συνιστούσε παραβίαση η αποστολή
"αμυντικού στόλου" και αποφάσισαν τα πολεμικά πλοία τους να είναι
παρόντα στην επικείμενη ναυμαχία αλλά να αναμιχθούν μόνον αν απειλείτο η πόλη
της Κέρκυρας. Αυτό δεν ερμηνεύθηκε με τον ίδιο τρόπο από τους Κορίνθιους που
έκριναν και μόνο την απειλητική παρουσία των αθηναϊκών πλοίων ως παρέμβαση,
αποχώρησαν από τη ναυμαχία και θέλησαν να συγκαλέσουν συμβούλιο της
Πελοποννησιακής Συμμαχίας για κήρυξη πολέμου.
Ταυτόχρονα, (το 432 π.Χ.), οι Κορίνθιοι υποκινούν
εξέγερση της Ποτίδαιας, μιας πόλης της Χαλκιδικής που ναι μεν ανήκε πλέον στην
αθηναϊκή συμμαχία, αλλά ήταν αποικία της Κορίνθου. Όταν οι Αθηναίοι στέλνουν
εκεί στρατό, στη διάρκεια της πολιορκίας δίνουν έξω από τα τείχη μάχη με τους
Κορινθίους που είχαν σταλεί εσπευσμένα εκεί για να υπερασπιστούν την αποικία
τους και οι "Τριακοντούτεις σπονδαί" (δηλαδή οι όροι της 30χρονης
ειρήνης του 445 π.Χ.) παραβιάζονται πλέον κατάφωρα. Είναι ως εκ τούτου αδύνατο
να μη συγκληθεί το συμβούλιο της Πελοποννησιακής Συμμαχίας.
Η ατμόσφαιρα στο συμβούλιο που συγκαλείται βαρύνει
υπέρ των φιλοπόλεμων πολιτικών και όχι εκείνων που απέφευγαν την ρήξη γιατί
τίθενται δύο επιπλέον ζητήματα: αφ' ενός η εξορία των Αιγινητών από το νησί
τους, αφ' ετέρου η οικονομική εξόντωση των Μεγαρέων. Οι τελευταίοι -που είχαν
πάντα τεταμένες σχέσεις με την Αθήνα- δεν μπορούσαν πια να εμπορευθούν σε
κανένα λιμάνι, γιατί με απόφαση της αθηναϊκής κυβέρνησης απαγορευόταν
οποιαδήποτε δοσοληψία με αυτούς σε όλα τα λιμάνια της συμμαχίας.
Το συμβούλιο αποφασίζει τελικά να τεθούν όροι στην
Αθήνα και αν αυτή αρνηθεί, να κηρυχθεί πόλεμος. Της ζητείται να λύσει την
πολιορκία της Ποτίδαιας, να επιτρέψει την αυτονομία στην Αίγινα και σε όσες
πόλεις της Αθηναϊκής Συμμαχίας το επιθυμούν, να επιτρέψει το εμπόριο στους
Μεγαρείς και να εξορίσει τους Αλκμεωνίδες -ουσιαστικά τον Περικλή, ο οποίος
καταγόταν από τους Αλκμεωνίδες, από την πλευρά της μητέρας του. Οι Αθηναίοι
αρνούνται.
Σε αυτό τον σχεδόν 30ετή πόλεμο, διαμορφώθηκαν δύο
μεγάλα αντίπαλα στρατόπεδα ή συμμαχίες, στις οποίες άλλες πόλεις ανήκαν σταθερά
μέχρι τέλους, ενώ άλλες όχι. Κάποιες αποστατούσαν από επιλογή και κάποιες
εξαναγκάζονταν από τον εκάστοτε νικητή της κεντρικής διαμάχης -την Αθήνα ή τη
Σπάρτη. Σε γενικές γραμμές στην αρχή αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος του Πελοποννησιακού
Πολέμου οι δύο βασικοί αντίπαλοι ήταν η Πελοποννησιακή Συμμαχία και η Αθηναϊκή
Συμμαχία. Ο συσχετισμός των δυνάμεων είχε ως εξής [3] :
Οι ιστορικοί
χωρίζουν αυτόν τον μεγάλο πόλεμο σε διάφορες φάσεις -οι περισσότεροι τον
χωρίζουν σε δύο ή τρεις.Ο Θουκυδίδης από την πλευρά του αναφέρεται σε έναν
διαρκή πόλεμο και απαριθμεί τα γεγονότα κατ' έτος πολέμου και κατά σειρά,
αντιτωπίζοντας την ενδιάμεση Ειρήνη του Νικία κατά το δέκατο χρόνο ως
απλή ανακωχή άνευ ιδιαίτερης σημασίας και στη συνέχεια αναφέρεται στα γεγονότα
του 11ου έτους του πολέμου, του 12ου έτους του πολέμου κ.ο.κ. Όμως δέχεται όπως
και οι περισσότεροι ιστορικοί ότι η ειρήνη αυτή χωρίζει τον πόλεμο σε δύο
φάσεις: ενώ στη διάρκειά της οι συγκρούσεις δεν έπαυσαν, οι δύο βασικοί
αντίπαλοι (Αθήνα και Σπάρτη) δεν εισέβαλλαν πλέον για ένα διάστημα ο ένας στην
περιοχή του άλλου.
Με τη λογική
αυτή, αφού άμεσες εχθροπραξίες στα εδάφη της Αττικής και των Λακεδαιμονίων
αντίστοιχα σημειώθηκαν μόνο πριν από την Ειρήνη του Νικία (στον Αρχιδάμειο
πόλεμο) και μετά τη Σικελική εκστρατεία (στον Δεκελεικό πόλεμο), μπορούν να
διαχωριστούν δύο φάσεις πολέμου με ένα ενδιάμεσο διάστημα μεσοπολέμου.
Με μια άλλη
λογική, διακρίνονται τρεις φάσεις: ο Αρχιδάμειος πόλεμος, η Σικελική
εκστρατεία, και ο Δεκελεικός πόλεμος. Σύμφωνα με αυτήν ο πόλεμος χωρίζεται σε
τρεις φάσεις ανάλογα με την ένταση των συγκρούσεων και όντως οι συγκρούσεις των
εμπλεκομένων ήταν σαφώς εντονότερες κατά την πρώτη δεκαετία, στη συνέχεια κατά
την σικελική εκστρατεία και, τέλος, κατά τον Δεκελεικό Πόλεμο.
Η πρώτη φάση
του πολέμου ονομάζεται Αρχιδάμειος Πόλεμος και χαρακτηρίζεται
Η πρώτη φάση
έληξε με την εύθραυστη ειρήνη του Νικία, με την Αθήνα να έχει φαινομενικά
κάποια υπεροχή και να μπορεί να υποστηρίζει ότι ήταν η κερδισμένη του δεκαετούς
πολέμου σε σύγκριση με τη Σπάρτη. Η ειρήνη του Νικία τερματίζεται επίσημα τον
Αύγουστο του 414 π.Χ. αλλά ουσιαστικά καταργείται πολύ νωρίτερα, στη διάρκεια
του μεσοπολέμου.
Στο
μεσοπόλεμο, οι εχθροπραξίες αλλά και ο ψυχρός πόλεμος συνεχίστηκαν με αποκορύφωμα
την εκστρατεία στη Σικελία, που προκάλεσε και την οριακή ρήξη. Βασικά γεγονότα
και χαρακτηριστικά του μεσοπολέμου είναι
Η
εκστρατεία στη Σικελία, καθώς
αποτελεί σημαντικό στρατιωτικό γεγονός εξετάζεται συχνά μεμονωμένα. Εξελίσσεται
από το 415 π.Χ. έως το 413π.Χ.. Από τα μέσα, δηλαδή από το 414 π.Χ. και μετά
αποτελεί ανοιχτή ρήξη Αθήνας και Σπάρτης, αφού έξω από τις Συρακούσες
συγκρούονται πλέον ουσιαστικά Αθηναίοι και Σπαρτιάτες. Ως γεγονός τοποθετείται
χρονικά στα όρια "ειρήνης" και πολέμου, αφού πολλοί σύγχρονοι
ιστορικοί θεωρούν ως δεύτερη φάση του πολέμου τον Δεκελεικό πόλεμο που
άρχισε το 413 π.Χ. Το τέλος της σικελικής εκστρατείας συμπίπτει χρονικά με την
οχύρωση της Δεκέλειας από τους Σπαρτιάτες. Άλλοι ιστορικοί εξετάζουν την
σικελική εκστρατεία ως τη δεύτερη φάση του πολέμου. Σημαντικότερα γεγονότα στη
διάρκεια της σικελικής εκστρατείας είναι:
Η δεύτερη και
κατ' άλλους τρίτη φάση του πολέμου τυπικά αρχίζει το 413 π.Χ. με το Δεκελεικό
Πόλεμο και κρατάει μέχρι το 404 π.Χ., οπότε και οι Αθηναίοι συντρίβονται.
Κύριο χαρακτηριστικό του Δεκελεικού πολέμου ήταν
Οι Σπαρτιάτες
συγκαλούν συνέδριο στη Σπάρτη για να αποφασιστεί η σύναψη της ειρήνης. Η
σύμμαχοι της Σπάρτης ζητούν η Αθήνα να ισοπεδωθεί και οι κάτοικοι να γίνουν δούλοι.
Οι Σπαρτιάτες, αναλογιζόμενοι την προσφορά της Αθήνας
κατά τους Περσικούς Πολέμους, δέχτηκαν να συνάψουν ειρήνη με τους παρακάτω
όρους:
Ο πόλεμος
είναι το τέλος της αθηναϊκής ηγεμονίας και επηρέασε καθοριστικό τον Ελλαδικό
κόσμο. Σχεδόν όλες οι Ελληνικές πόλεις
πήραν μέρος σε αυτόν και οι πολεμικές συρράξεις έλαβαν χώρα σε όλον σχεδόν τον
ελληνόφωνο κόσμο. Γι’ αυτό και ονομάζεται από νεώτερους ερευνητές «αρχαίος
παγκόσμιος πόλεμος».
Αυτός ο
πόλεμος δεν ήταν σημαντικός μόνο για την εξέλιξη της ιστορίας της Ελλάδας, αλλά
και για την επιστήμη της ιστοριογραφίας, επειδή ήταν το πρώτο γεγονός, το οποίο
έγινε αντικείμενο επιστημονικής και ιστορικής ανάλυσης: Ο ιστορικός Θουκυδίδης
μας παραδίδει στο έργο του «Ιστορία» μία αναλυτική σύγχρονη περιγραφή
του πολέμου μέχρι τον χειμώνα του έτους 411 π.Χ. (από την οποία εξαρτώνται έως
και σήμερα κατά ένα μεγάλο μέρος οι σημερινοί ερευνητές), στο οποίο αναλύει τα
αίτια και τις αφορμές του πολέμου με μία συγκεκριμένη μέθοδο, η οποία έγινε
πρότυπο για την μεταγενέστερη ευρωπαϊκή ιστοριογραφία. Τα γεγονότα μετά το 411
π.Χ., που ο θάνατος δεν επέτρεψε στο Θουκυδίδη να εξιστορήσει, περιγράφει ο
Ξενοφών στο έργο του, «Ελληνικά».
Η ονομασία
«Πελοποννησιακός Πόλεμος» είναι μεταγενέστερη, ενώ ο Θουκυδίδης τον αναφέρει ως
πόλεμο ανάμεσα στους Πελοποννήσιους και τους Αθηναίους.
http://el.wikipedia.org