Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΩΣ ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
ΤΑΞΗ: Α΄3
ΣΧ. ΕΤΟΣ: 2009-2010
ΜΑΘΗΤΕΣ: ΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΡΟΥΣΗΣ
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΗΤΣΗΣ
ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Ο Μέγας Αλέξανδρος, γιος του
Φιλίππου ΄Β βασιλιάς της Μακεδονίας και
της Ολυμπιάδας πριγκίπισσα της Ηπείρου, γεννήθηκε στην Πέλλα της
Μακεδονίας το 356 π.Χ. Πέθανε στην
ηλικία των 32 ετών στην Βαβυλώνα το 323 π.Χ.
Ο Αλέξανδρος συνέχισε το έργο
του πατέρα του ολοκληρώνοντας την ενοποίηση των αυτόνομων ελληνικών
πόλεων-κρατών της εποχής και κατακτώντας σχεδόν όλο τον γνωστό τότε κόσμο
φτάνοντας μέχρι τις παρυφές της Ινδίας.
Την μόρφωση του ανέλαβε ο
Αριστοτέλης μέχρι το 340 όπου και γύρισε στην Πέλλα να συμμετάσχει ενεργά στην
πολιτική ζωή της χώρας.O πατέρας του εμπιστευόταν συχνά την διοίκηση της
Μακεδονίας όταν έλειπε και ο Αλέξανδρος έδειξε από νωρίς τις ηγετικές του
ικανότητες καταστέλλοντας μια εξέγερση Θρακών μόνος του και βοηθώντας στην νίκη
της μάχης της Χαιρώνειας τον πατέρα του διοικώντας το
ιππικό.
Ο Αλέξανδρος και ο
διδάσκαλός του, Αριστοτέλης .
Μετά την επικράτησή του στην Ελλάδα στράφηκε κατά των Περσών. Την άνοιξη του 334 π.Χ. αφήνοντας πίσω του
τοποτηρητή της Μακεδονίας τον Αντίπατρο, πέρασε τον Ελλήσποντο με στρατό 30.000
πεζών και 5.000 ιππέων, προμήθειες για 30 μέρες και οικονομικούς πόρους περίπου
70 τάλαντα χρυσάφι, και σκοπό την διάλυση της Περσικής Αυτοκρατορίας, την
απελευθέρωση των ελληνικών Ιωνικών πόλεων στα παράλια της Μικράς Ασίας, και την
ανόρθωση της φτωχής οικονομίας της Μακεδονίας. Επικεφαλής του στρατού ήταν όλοι
Μακεδόνες. Ακολουθούσαν ο παλιός συμπολεμιστής του πατέρα Παρμενίων οι γιοί του, Φιλώτας και Νικάνωρ, ο
Πτολεμαίος, και ο Μελέαγρος. Διοικητής των Ελλήνων συμμάχων ήταν ο Αντίγονος,
και των μισθοφόρων ο Μένανδρος.
Η μάχη του Γρανικού, που έγινε τον Μάιο του 334 π.Χ. ανέδειξε νικητή τον
Αλέξανδρο . Η ήττα των Περσών άνοιξε τον δρόμο στον Αλέξανδρο για την κατάκτηση
όλης της Μικράς Ασίας. Οι Σάρδεις και η Έφεσος παραδόθηκαν, η Μίλητος και η
Αλικαρνασσός αντιστάθηκαν αλλά τελικά κατακτήθηκαν. Ακολούθως στράφηκε προς την
ενδοχώρα και κατέκτησε την Λυκία και την Παμφυλία, και διαμέσου των υψιπέδων
της Πισιδίας και της Φρυγίας έφτασε στο Γόρδιο, όπου, έλυσε σύμφωνα με την
παράδοση το Γόρδιο δεσμό, και πέρασε τον χειμώνα παρακολουθώντας τις κινήσεις
των Περσών και ετοιμάζοντας τις δυνάμεις του για νέα εξόρμηση. Στις ιωνικές
πόλεις που κατέκτησε, κατάργησε τα ολιγαρχικά και τυραννικά πολιτεύματα που
είχαν επιβάλει οι Πέρσες και εγκατέστησε δημοκρατίες, καταργώντας παράλληλα την
βαριά φορολογία. Την άνοιξη του 333 π.Χ. κατέλαβε την Καππαδοκία, και
προωθήθηκε προς τις Κιλίκιες πύλες, όπου παρέμεινε μέχρι τον Οκτώβριο για να
αναρρώσει από μια ασθένεια. Για να εξασφαλίσει την κυριαρχία στην θάλασσα
ξεκίνησε πορεία προς τη Φοινίκη όπου ήταν η βάση του ναυτικού των Περσών. Ο
Δαρείος συγκέντρωσε τεράστιες δυνάμεις που τις διοικούσε ο ίδιος, στη Βαβυλώνα
και κινήθηκε προς την Κιλικία εναντίον του Αλέξανδρου. Η μάχη δόθηκε στην
αμμώδη πεδιάδα της Ισσού. Μετά την νίκη του στην Ισσό, η προέλαση συνεχίστηκε
με κατάληψη της Άραδου, Βύβλου και Σιδώνας. Τα φοινικικά, ροδιακά και κυπριακά
πλοία μπήκαν πλέον υπό τις διαταγές του Αλέξανδρου, και έτσι εξασφάλισε τα νώτα
του και τον έλεγχο όλης της ανατολικής Μεσογείου. Το καλοκαίρι του 332 π.Χ.
κατάφερε με πολλή δυσκολία και επτά μήνες πολιορκίας την κατάληψη της Τύρου.
Ακολούθως υπέταξε την Παλαιστίνη χωρίς προβλήματα, και την Γάζα μετά από
πολιορκία. Συνέχισε την κατάκτησή του προς την Αίγυπτο όπου έγινε δεκτός ως
ελευθερωτής.
Αφού περίμενε ενισχύσεις από την Μακεδονία, απέλυσε τους πιό καταπονημένους
στρατιώτες και επέστρεψε στην Φοινίκη για να κατευθυνθεί προς τον Ευφράτη, όπου
ο Δαρείος συγκέντρωνε στρατό από τις ανατολικές επαρχίες. Νίκησε για άλλη μια
φορά τον περσικό στρατό στην μάχη των Γαυγαμήλων διαλύοντας όλα τα υπολλείματα
των περσικών δυνάμεων. Ο Δαρείος διέφυγε προς την Μηδεία, και ο Αλέξανδρος
προέλασε προς τα Σούσα και από εκεί προς την Περσέπολη όπου και βρήκε τον
αυτοκρατορικό θησαυρό, αποτελούμενο από περίπου 180.000 τάλαντα σε χρυσό και
ασήμι. Η ανακάλυψη αυτού του θησαυρού τον βοήθησε να ξεπεράσει τα οικονομικά
προβλήματα που μεγάλωναν κατά την διάρκεια της εκστρατείας. Μετά από ολιγόμηνη
παραμονή πυρπόλησε την Περσέπολη και αναχώρησε την άνοιξη του 330 π.Χ..
Φεύγοντας από την Περσέπολη προχώρησε προς τη Μηδεία όπου βρίσκονταν τα
Εκβάτανα αναζητώντας τον Δαρείο. Καταλαμβάνοντας τα Εκβάτανα κατέλαβε και κάθε
εξουσία στην Περσική Αυτοκρατορία. Σε αυτό το σημείο ο σκοπός της εκστρατείας
που είχε ξεκινήσει είχε τελειώσει. Η υποχρέωση των Ελλήνων συμμάχων του είχε
τελειώσει κι έτσι έστειλε πίσω όσους επιθυμούσαν να μην τον ακολουθήσουν σε
επόμενη εκστρατεία. Επίσης ανέθεσε στον Παρμενίωνα την μεταφορά στην ακρόπολη
των Εκβατάνων, όλων των περσικών θησαυρών που είχαν καταλάβει, ώστε διακριτικά
να αφήσει πίσω τον γέρο στρατηγό, με τον οποίο είχε πολλές διαφωνίες.
Μαθαίνοντας ότι ο σατράπης της Βακτρίας Βήσσος συνέλαβε τον Δαρείο και
ανέλαβε ο ίδιος την εξουσία, συνέχισε τον δρόμο του και διέλυσε τους στασιαστές
οι οποίοι στην φυγή τους είχαν δολοφονήσει τον Δαρείο. Ο Αλέξανδρος έστειλε το
σώμα του Δαρείου για να ταφεί με βασιλικές τιμές και τα τοπικά έθιμα στην
Περσέπολη. Με τον θάνατο του Μεγάλου Βασιλιά ο Αλέξανδρος προβλήθηκε ως νόμιμος
διάδοχος της δυναστείας των Αχαιμενιδών.
Για να υποστηρίξει τον
νέο του τίτλο, και να εξασφαλίσει τον έλεγχο όλης της αυτοκρατορίας κινήθηκε
εναντίον του Βήσσου και των υπόλοιπων σατραπών που συνέβαλαν στην δολοφονία του
Δαρείου. Η εκστρατεία του στις ανατολικές σατραπείες ξεκίνησε με την εκκαθάριση
της Υρκανίας. Μετά από την υποταγή της Υρκανίας διέσχισε την Παρθία και στην
πόλη Σουσία της Αρείας, όπου στη θέση του σατράπη Σατιβαρζάνη διορίστηκε ο
Αρσάκης. φού ίδρυσε μια νέα πόλη, την Αλεξάνδρεια των Αρείων, κατέφυγε στην
Φράδα της Δραγιανής για να χειμάσει.
Το χειμώνα του 330 π.Χ.
έφτασε στον Ινδικό Καύκασο όπου ίδρυσε άλλη μια Αλεξάνδρεια. Ο Αλέξανδρος
προχώρησε προς την πρωτεύουσα της Σογδιανής, Σαμαρκάνδη και ακολούθως έφθασε
στον ποταμό Ιαξάρτη όπου ίδρυσε την Αλεξάνδρεια Εσχάτη.
Μετά τον γάμο του με την Ρωξάνη που είχε ηρεμίσει τα πράγματα στις σατραπείες της
κεντρικής Ασίας, την άνοιξη του 327 π.Χ. ξεκίνησε για την κατάκτηση της Ινδικής
χερσονήσου. Άφησε τον Αμύντα στην Βακτρία, και περνώντας από την Αλεξάνδρεια
έφτασε στον ποταμό Κωφήνα όπου διαίρεσε
τον στρατό του. Έστειλε τον Ηφαιστίωνα με τον Περδίκκα να προετοιμάσουν την προέλασή του μέχρι τον Ινδό ποταμό, και ο ίδιος από διαφορετική πορεία έφτασε
την άνοιξη του 326 π.Χ. στον Ινδό τον οποίο διέβηκε μέσω της γέφυρας που
είχε ετοιμάσει ο Ηφαιστίωνας και πολλών μικρών πλοίων. Συνέχισε την πορεία του
προς τον ποταμό Υδάσπη, όπου ο Ινδός
βασιλιάς Πώρος περίμενε από την
απέναντι πλευρά με συγκεντρωμένο στρατό ώστε να τον εμποδίσει να περάσει. Ο
Αλέξανδρος έστειλε στρατιώτες να μεταφέρουν αποσυναρμολογημένα τα πλοία που
είχαν χρησιμοποιηθεί στην διάβαση του Ινδού, και με την υπόλοιπη δύναμη και
ενισχυμένος από 5000 Ινδούς συνέχισε για τον Υδάσπη.Η διάβαση του ποταμού ήταν
δύσκολη αλλά τελικά έγινε με επιτυχία τον Ιούλιο του 326 π.Χ., ώστε να
ακολουθήσει μια μεγάλη μάχη μεταξύ του στρατού του Αλεξάνδρου και του στρατού
του Πώρου ο οποίος ανερχόταν σε 4000 ιππείς, 300 άρματα, 200 πολεμικούς
ελέφαντες και 30000 πεζούς. Οι Μακεδόνες αντιμετώπισαν με ευκολία το ιππικό του
Πώρου και τελικά κατάφεραν να υπερισχύσουν στην πρωτόγνωρη γι'αυτούς μάχη
εναντίον των ελεφάντων κερδίζοντας μια μεγάλη νίκη.
Στις όχθες του Υδάσπη ίδρυσε δύο πόλεις,
την Νίκαια και την Βουκεφάλα (προς τιμή του αλόγου του που πέθανε εκεί).
Αφήνοντας τον Κρατερό να επιβλέπει το χτίσιμο των πόλεων, συνέχισε την
πορεία του και μετά από μια νίκη στα Σάγγαλα, σταμάτησε
μπροστά στον ποταμό Ύφαση. Επιθυμία του
Αλέξανδρου ήταν να συνεχίσει περνώντας τον ποταμό και την έρημο που εκτεινόταν
μετά από αυτόν, συνάντησε όμως την έντονη αντίδραση του στρατού του. Οι
κουρασμένοι σωματικά και ψυχικά στρατιώτες του συγκεντρώθηκαν στο στρατόπεδο
και φώναζαν ότι δεν ήθελαν να συνεχίσουν. Τελικά ο Αλέξανδρος αποφάσισε να
επιστρέψει. Μετά από τελετές διαίρεσε σε τμήματα τον στρατό του και επέστρεψε
στην Νίκαια και την Βουκεφάλα, και λαμβάνοντας ενισχύσεις από την Ελλάδα
στράφηκε προς τον νότο. Ναυπήγησε στόλο και πλέωντας τους ποταμούς Υδάσπη και
Ινδό, με τμήματα του στρατού του στην αριστερή και δεξιά όχθη, έφθασε σε ένα
σημείο όπου έδωσε φονική μάχη με τους Μαλλούς όπου και
τραυματίστηκε. Τελικά έφτασε στην πόλη Πάτταλα την οποία
οχύρωσε και ανοικοδόμησε.
Για την επιστροφή ο Αλέξανδρος χώρισε το
στράτευμά του σε τρία μέρη. Το πρώτο με αρχηγό τον Κρατερό ακολούθησε πορεία προς την Αλεξάνδρεια Αραχωσίας (Κανταχάρ) και μέσω της
κοιλάδας του Ετύμανδρου εγκαταστάθηκε στην Καρμανία όπου περίμενε
τον Αλέξανδρο. Το δεύτερο ήταν ο στόλος, που με αρχηγό τον Νέαρχο, παρέπλευσε τις ακτές της Περσίας όπου βρίσκονταν
οι χώρες των Ωρών, των Γεδρωσιών και των Ιχθυοφάγων, προς τον μυχό του κόλπου.
Το τρίτο μέρος του στρατεύματος με τον
Αλέξανδρο ξεκίνησε από τα Πάτταλα (τέλη Αυγούστου 324 π.Χ.) για να διασχίσει την έρημο της Γεδρωσίας. Στο πρώτο
μέρος της πορείας δεν υπήρξαν δυσκολίες αλλά στην έρημο της Γεδρωσίας ο
καύσωνας και η έλλειψη νερού προκάλεσαν μεγάλες απώλειες. Μετά από 60 μέρες
σταμάτησε για ανάπαυση στην πρωτεύουσα της Γεδρωσίας, Πούρα, και προχώρησε στην
Καρμανία όπου συνάντησε τον Κρατερό. Στην Καρμανία έφτασε και ο Νέαρχος όπου
έδωσε αναφορά για την πορεία του, και συνέχισε τον περίπλου ως τις εκβολές του
ποταμού Τίγρη. Ο Αλέξανδρος πήρε ένα μέρος του στρατεύματος και αφού πέρασε από
τους Πασαργάδες προχώρησε στην Περσέπολη όπου διόρισε σατράπη τον Πευκέστα ο
οποίος είχε σώσει την ζωή του Αλέξανδρου στην μάχη στους Μαλλούς.
Την άνοιξη του 324 π.Χ. έκανε γιορτές στα
Σούσα για την ολοκλήρωση της κατάκτησης της Περσίας. Οργάνωσε μικτούς γάμους
Μακεδόνων με Περσίδες και ο ίδιος πήρε ως δεύτερη σύζυγο την Στάτειρα, την κόρη
του Δαρείου. Εξόφλησε τα χρέη των Ελλήνων στρατιωτών του, με ένα ποσό που
ανήλθε σε 20.000 τάλαντα και μοίρασε δώρα και τιμές σε όσους είχαν
ανδραγαθήσει. Οι σατράπες της επικράτειας έφεραν εκεί και 30.000 έφηβους Πέρσες
που είχαν εκπαιδευτεί και οπλισθεί μακεδονικά, τους οποίος ονόμασε «Επιγόνους».
Άρχισε να οργανώνει νέες εκστρατείες και
αφού έστειλε τον Ηφαιστίωνα να εξερευνήσει τις ακτές του Περσικού
κόλπου, ο ίδιος με
επίλεκτες μονάδες κατευθύνθηκε προς την θάλασσα μέσω του ποταμού Ευλαίου. Στην
Ώπι ανακοίνωσε την απόλυση των ηλικιωμένων και των τραυματιών και την συνέχιση
της εκστρατείας, αλλά συνάντησε την αντίδραση των στρατιωτών του που δεν ήθελαν
να συνεχίσουν μαζί του. Ο Αλέξανδρος τότε μοίρασε αξιώματα σε Πέρσες και
ορισμένους τους ονόμασε συγγενείς του, πράγμα που ανάγκασε τους Μακεδόνες να
του ζητήσουν συγνώμη και να τον ακολουθήσουν.
Ο Αλέξανδρος επέστρεψε στην Βαβυλώνα και άρχισε να οργανώνει τον περίπλου της Αραβίας και την εξερεύνηση των ακτών της Βόρειας
Αφρικής. Λίγο πριν την
αναχώρηση για την Αραβία, στις 2 προς 3 Ιουνίου 323 π.Χ. συμμετείχε σε συμπόσιο έπειτα από το οποίο
εκδήλωσε πυρετό, που διάρκεσε και τις επόμενες ημέρες αναγκάζοντάς τον να
μεταθέσει την ημερομηνία αναχώρησης. Μετά από μια σύντομη βελτίωση της υγείας
του κατέρρευσε ξανά, χωρίς να μπορεί να περπατήσει ή να μιλήσει. Η φήμη ότι
είχε ήδη πεθάνει ανάγκασε τους στρατηγούς του να επιτρέψουν σε όλους τους
στρατιώτες του να περάσουν από τον κρεβάτι του για να τον χαιρετίσουν. Μετά από
δύο ημέρες πέθανε, στις 13 Ιουνίου 323 π.Χ.. Λίγο πριν πεθάνει ρωτήθηκε σε ποιόν αφήνει την
βασιλεία του και απάντησε «τω κρατίστω», δηλαδή «στον δυνατότερο».